- πειράζεις
- πειράζωmake proofpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
άγγι(α)χτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άθιχτος: Άφησε το φαγητό του άγγι(α)χτο. 2. αυτός που θυμώνει εύκολα: Μην τον πειράζεις, γιατί είναι άγγι(α)χτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφαρπάζω — ασα, άχτηκα, ασμένος 1. αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια, αποσπώ, παρασύρω: Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός που αφάρπασε ακόμη και σκεπές σπιτιών. 2. το μέσ., αφαρπάζομαι θυμώνω εύκολα κι απότομα: Μην τον πειράζεις, γιατί αφαρπάζεται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)